- ρεζίλης
- ο посмешище (о человеке);
τον έκαναν ρεζίλη — из него сделали посмешище
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τον έκαναν ρεζίλη — из него сделали посмешище
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεζίλης — ο ο ντροπιασμένος, ο καταγέλαστος: Έγινε ρεζίλης σ όλο το χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεζίλης — ο, Ν, θηλ. ρεζίλισσα και ρεζίλω, Ν [ρεζίλι] αυτός που γελοιοποιήθηκε, που έγινε καταγέλαστος, ο εξευτελισμένος, ο καταντροπιασμένος … Dictionary of Greek
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia
ρεντίκολο — το (λ. ιταλ.), αυτός που γίνεται αντικείμενο χλευασμού, ο ρεζίλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)